- ειρηνεύω
- ειρήνευσα και ειρήνεψα, ειρηνεμένος, ως μτβ.1. συμφιλιώνω αντιπάλους, ειρηνοποιώ: Είχαν έχθρα χρόνια και τους ειρήνευσα.2. μτφ., καταπαύω τις εχθροπραξίες, την εξέγερση.3. καθησυχάζω, καταπραΰνω, μερώνω: Τα ειρήνευσα τα καημένα τα παιδάκια που έκλαιγαν ως αμτβ.4. συνάπτω ειρήνη με κάποιον, συνθηκολογώ.5. ζω ειρηνικά και μτφ., συνέρχομαι από ψυχική ταραχή, γαληνεύω, είμαι ήσυχος: Ειρηνεύω στην εξοχή.6. (για καταστάσεις καιρού), γαληνεύω, καλοκαιρεύω: Μετά την μπόρα ειρήνεψε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.